Ἀκαδημία

Ἀκαδημιακός

Ἀκαδημικός
Ἀκαδημιακός, ή, όν [ᾰκᾰ] c. Ἀκαδημαϊκός, Gal. 2, 16 ; Plut. M. 102d, etc.