ἀνδρόμορφος

Ἀνδρόνικος

ἀνδρονομέομαι-οῦμαι
Ἀνδρό·νικος, ου () [] Andronikos, h. Plut. Syll. 26, etc. ||
E Ἀνδρώνικος, Anth. App. 339.
Étym. ἀ. νίκη.