Ἀριόϐαζος

Ἀριοϐαρζάνειος

Ἀριοϐαρζάνης
Ἀριοϐαρζάνειος, ου () sorte d’emplâtre, A. Tr. 7, p. 129, etc. ; Gal. 13, 665, etc. (var. -άνιος).
Étym. Ἀριοϐαρζάνης.