Βερεκυντίς

Βερέκυς

Βερενίκειος
*Βερέκυς (ὁ, ἡ) inus. au nomin. sg. des Bérécyntes, pple de Phrygie : Βερέκυντα χῶρον, Eschl. fr. 146, territoire des Bérécyntes ; οἱ Βερέκυντες, Str. les Bérécyntes.