Βερέκυς

Βερενίκειος

Βερενίκη
Βερενίκειος, α, ον [] de Bérénice : Βερενικεία θυγάτηρ, Thcr. Idyl. 15, 110, la fille de Bérénice, c. à d. Arsinoè ; τὸ Βερενίκειον, Ath. 202d, le temple de Bérénice, femme de Ptolémée I.
Étym. Βερενίκη.