Λυκαονία

Λυκαονίδης

Λυκαόνιος
Λυκαονίδης, gén. épq. -ίδαο () [ῠᾱῐ] fils de Lykaôn, Thcr. Idyl. 1, 126 ; 4, 121.
Étym. Λυκάων.