νηλεής

Νηλείδης

νηλειής
Νηλείδης, ου, épq. -αο [] () le fils de Nèlée, c. à d. :
1 Nestor, Il. 23, 652 ; Hdt. 5, 65, etc. ||
2 autre, A. Rh. 1, 959.
Étym. Νηλεύς.