Ποτειδᾶν

Ποτειδεάτης

Ποτειδεατικός
Ποτειδεάτης, mieux que Ποτειδαιάτης ou que Ποτιδαιάτης, ου () [] habitant de Potidée, Hdt. 8, 128 ; Thc. 1, 56, etc. ||
E Dans les inscr. att. Ποτειδεάτης, CIA. 1, 240, 50, etc. (440/435 av. J.-C.) ; v. Meisterh. p. 28, § 14 ; cf. p. 41 ; ion. Ποτιδαιήτης, Hdt. l. c.
Étym. Ποτείδαια.