Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ποτήριον
Ποτηριοφλύαρος
ποτηριοφόρος
Ποτηριο·φλύαρος,
ου
(
ὁ
) [
ᾱ
] Verre-à-la-bouche,
n. de parasite,
Alciphr.
3, 57
.
Étym.
ποτήριον, φλυαρέω
.