τᾶμος

Ταμύναι

ταμῶ
Ταμύναι, ῶν (αἱ) Tamynes, v. d’Eubée, Hdt. 6, 101 ; Eschn. 2, 169 ; Dém. 21, 162, etc. Baiter-Sauppe, etc.