Ταναγραϊκή

Ταναγραῖος

Ταναγρικός
Ταναγραῖος, α, ον [τᾰ] habitant ou originaire de Tanagra, Hdt. 5, 79 ; Thc. 1, 108 ; Xén. Hell. 5, 4, 49, etc.
Étym. Τάναγρα.