Ταναγραῖος

Ταναγρικός

Ταναγρίς
Ταναγρικός, ή, όν [τᾰ] de Tanagra, Hdt. 5, 57 ; Plut. Qu. gr. 37 ; Luc. Gall. 4, etc. ; Sophil. (Ath. 640d).
Étym. Τάναγρα.