θέοινος

Θεοκλείδης

Θεοκλῆς
Θεοκλείδης, ου () Théokleidès, h. Lys. (Poll. 9, 39) ||
E Par contr. att. Θουκλείδης, v. Meisterh. p. 57, § 26, 1.
Étym. patr. de Θεοκλῆς.