ἀχυρός

ἀχυρότριψ

ἀχυρόω-ῶ
ἀχυρό·τριψ, ιϐος (ὁ, ἡ) [ᾰῠ] qui broie la paille, Anth. 6, 104.
Étym. ἄχυρον, τρίϐω.