Ἀγαθοδαιμονιασταί

ἀγαθοδότης

ἀγαθοειδής
ἀγαθο·δότης, ου () [ᾰᾰ] dispensateur du bien, Diotog. (Stob. Fl. 48, 62, t. 2, p. 265, l. 2).
Étym. ἀγαθόν, δίδωμι.