Ἀκρισιώνη

ἀκρίσχιον

ἀκριτί
ἀκρ·ίσχιον, ου (τὸ) extrémité de la hanche, Hld. chir. (Gal. 12, 531).
Étym. ἄκρος, ἰσχίον.