Ἄλφιος

ἀλφιταμοιϐός

ἀλφιτεία
ἀλφιτ·αμοιϐός, οῦ () [ῐᾰ] marchand de farine, Ar. Av. 491.
Étym. ἄλφιτον, ἀμείϐω.