ἀλφιτηδόν

ἀλφιτήριος

ἀλφιτοειδής
ἀλφιτήριος, α, ον [] propre à contenir de la farine, Antiph. (Poll. 10, 179 ; ἀλφιτηρόν, sel. Cobet).
Étym. ἄλφιτον.