ἀνδρομητὸν ἐγχειρίδιον

ἀνδρόμορφος

Ἀνδρόνικος
ἀνδρό·μορφος, ος, ον, à forme humaine, Apd. 1, 6, 3.
Étym. ἀνήρ, μορφή.