ἀνεμόστροφος

ἀνεμοσφάραγος

ἀνεμοτρεφής
ἀνεμο·σφάραγος, ος, ον [ᾰᾰᾰ] qui résonne du bruit du vent, Pd. P. 9, 5.
Étym. ἄ. σφ.