ἀνεμοσκεπής

ἀνεμόστροφος

ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμό·στροφος, ος, ον, qui tournoie ou fait tournoyer au gré du vent, Anacr. 41, 14 conj.
Étym. ἄ. στρέφω.