ἀνθογραφέω-ῶ

ἀνθοδίαιτος

ἄνθοδμον
ἀνθο·δίαιτος, ος, ον, qui vit sur les fleurs ou qui vit des fleurs, Anth. 5, 163.
Étym. ἄνθος, δίαιτα.