ἀνθοϐοσκός

ἀνθογραφέω-ῶ

ἀνθοδίαιτος
ἀνθο·γραφέω-ῶ (seul. impf. ἠνθογράφουν) [] peindre en un style fleuri, Phil. 1, 33.
Étym. ἄνθος, γράφω.