ἀνθοδόκος

ἀνθοκάρηνος

ἀνθοκομέω-ῶ
ἀνθο·κάρηνος, ος, ον [κᾰ] à la tête parée de fleurs, Opp. C. 4, 235.
Étym. ἄνθος, κάρηνον.