ἀντιμεταλαμϐάνω

ἀντιμετάληψις

ἀντιμεταλλεύω
ἀντιμετάληψις, εως () action de prendre en échange, échange, changement, Plut. M. 438d, 466b ; Gal. 2, 281.
Étym. ἀντιμεταλαμϐάνω.