ἀντιμετασπάω-ῶ

ἀντιμετάστασις

ἀντιμετάταξις
ἀντιμετάστασις, εως () [ᾰσι] déplacement réciproque ou en sens contraire, Arstt. Phys. 4, 1, 2 ; en parl. de circonstances, DH. 3, 19.
Étym. ἀντιμεθίστημι.