ἀντιμετρέω-ῶ

ἀντιμέτρησις

ἀντιμέτωπος
ἀντιμέτρησις, εως () compensation, Bas. 1, 233 ; Naz. 2, 465 edd. Migne.
Étym. ἀντιμετρέω.