ἀντιμέτρησις

ἀντιμέτωπος

ἀντίμηλον
ἀντι·μέτωπος, ος, ον, opposés front contre front, de front, Xén. Hell. 4, 3, 19 ; Ages. 2, 12 ; Hipp. 3, 11 ; DC. 71, 7, etc.
Étym. ἀ. μέτωπον.