ἀντιμέτωπος

ἀντίμηλον

ἀντιμηχανάομαι-ῶμαι
ἀντί·μηλον, ου (τὸ) autre n. de la mandragore (v. μανδραγόρας) Diosc. 4, 76.
Étym. ἀ. μῆλον.