ἀπόθεος

ἀποθεόω-εῶ

ἀποθεραπεία
ἀπο·θεόω-εῶ, diviniser, Pol. 12, 23, 4 ; DS. 3, 57 ; Plut. Num. 6, etc.
Étym. ἀπό, θεός.