Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
Ἀραῖνος
ἀραιόδους
ἀραιόπορος
ἀραι·όδους,
-όδοντος
(
ὁ, ἡ
) [
ᾰ
] aux dents rares,
Arstt.
H.A.
2, 3, 2
.
Étym.
ἀραιός, ὀδούς
.