Ἀραῖνος

ἀραιόδους

ἀραιόπορος
ἀραι·όδους, -όδοντος (ὁ, ἡ) [] aux dents rares, Arstt. H.A. 2, 3, 2.
Étym. ἀραιός, ὀδούς.