ἀστύτριψ

ἀστυφέλικτος

ἀστύφελος
ἀ·στυφέλικτος, ος, ον [] inébranlable, Xén. Lac. 15, 7 ; Call. Del. 28 ; Anth. 7, 748.
Étym. ἀ, στυφελίζω.