αὐταρέσκεια

αὐτάρεσκος

Αὐταριᾶται
αὐτ·άρεσκος, ος, ον [] satisfait de soi-même, suffisant, présomptueux, Nyss. 3, 165c ; Bas. etc.
Étym. αὐτός, ἀρέσκω.