αὐτεξουσίως

αὐτεπάγγελτος

αὐτεπαγγέλτως
αὐτ·επάγγελτος, ος, ον, qui s’offre de lui-même, spontané, volontaire, Hdt. 7, 29 ; Eur. H.f. 706 ; Thc. 1, 33, etc. ; Dém. etc.
Étym. αὐτός, ἐπαγγέλλομαι.