αὐτεπαγγέλτως

αὐτεπιϐουλεύτης

αὐτεπιϐούλευτος
αὐτ·επιϐουλεύτης, ου () qui agit de concert ou de complicité avec (l’ennemi) Athénée méc.
Étym. αὐτός, ἐπιϐουλεύω.