αὐτεπιτάκτης

αὐτεπιτακτική

αὐτεπίτακτος
αὐτεπιτακτική, ῆς () s. e. τέχνη, l’art du pouvoir absolu, Plat. Pol. 260e.
Étym. αὐτεπιτάκτης.