Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βαλσαμουργός
βαλσαμώδης
βαλσαμών
βαλσαμώδης,
ης, ες
[
σᾰ
] balsamique,
Plin.
H.N.
12, 19
.
Étym.
βάλσαμον, -ωδης
.