βαθύφυλλος

βαθύφωνος

βαθυχάϊος
βαθύ·φωνος, ος, ον [ᾰῠ] à la voix profonde, Spt. Esaï. 33, 19 (corr. βαρύφ-).
Étym. β. φωνή.