Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δεκάσπορος χρόνος
δεκαστάτηρος
δεκάστεγος
δεκα·στάτηρος,
ος, ον
[
τᾰ
] rémunéré de dix statères,
Arr.
An.
7, 23, 3
.
Étym.
δ. στατήρ
.