δίκτυον

δικτυουλκός

δικτυόω-ῶ
δικτυουλκός, οῦ () pêcheur au filet, Jambl. V. Pyth. p. 78 ; οἱ Δικτυουλκοί, les Pêcheurs au filet, pièce d’Eschyle, El. N.A. 7, 47.
Étym. δίκτυον, ἕλκω.