εἰσανορούω

εἴσαντα

εἰσαντλέω-ῶ
εἴσ·αντα, Od. 5, 217, ou ἔσαντα (ἰδών) Il. 17, 334 ; Od. 10, 453 ; 16, 458, en face.
Étym. regardant.