ἔκδοτος

ἐκδοχεῖον

ἐκδοχεύς
ἐκδοχεῖον, ου (τὸ) réservoir, récipient, d’où :
1 citerne, Jos. B.J. 1, 15, 1 ||
2 c. ἀμίς, Clém. 1, 437 c Migne.
Étym. ἐκδοχή.