ἔκδοτος, ος, ον,
livré :
τινὰ ἔκδοτον ποιεῖν ἔς τινα,
Hdt. 3, 1 ;
ou τινὰ ἔκδοτον
διδόναι, Dém. 618, 25 ; 692, 16, livrer
qqn à qqn ;
ἔκδοτον γίγνεσθαι,
Eur. Ion
1251, être livré ;
ἑαυτὴν ἔκδοτον παρέχειν, Luc. D. deor. 20, 13, se livrer à discrétion.
Étym.
ἐκδίδωμι.