ἔμμηρος

ἔμμητρος

ἐμμί
ἔμ·μητρος, ος, ον, qui a sa moelle, Th. H.P. 1, 6, 5 ; C.P. 5, 17, 1 ; Thcr. Idyl. 25, 209.
Étym. ἐν, μήτρα.