ἐπιδιαιρέω-ῶ

ἐπιδιαίτησις

ἐπιδιακινδυνεύω
ἐπι·διαίτησις, εως () diète après avoir pris médecine, Diosc. 4, 148.
Étym. ἐπί, διαιτάω.