ἐπιδιαμένω

ἐπιδιαμονή

ἐπιδιανέμω
ἐπιδιαμονή, ῆς () continuation de durée, perpétuité, M. Ant. 4, 21 ; Clém. 712.
Étym. ἐπιδιαμένω.