εὐάρματος

εὐαρμοστέω-ῶ

εὐαρμοστία
εὐαρμοστέω-ῶ, être bien tempéré, Hpc. 38, 2 (part. prés. fém. ion. εὐαρμοστεῦσα).
Étym. εὐάρμοστος.