εὐαρμοστέω-ῶ

εὐαρμοστία

εὐάρμοστος
εὐαρμοστία, ας () heureux accord, juste proportion, harmonie, Plat. Def. 411e ; Dém. 1407, 5 ; Isocr. Antid. § 203 ; πρὸς ἔντευξιν, Plut. Pomp. 1, abord affable.
Étym. εὐάρμοστος.