εὐαρμοστία

εὐάρμοστος

εὐαρμόστως
εὐ·άρμοστος, ος, ον, bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux, Eur. El. 702 ; joint à εὔρυθμος, Plat. Rsp. 413e ; à μουσικός, Plat. Rsp. 412a ; πρός τι, Isocr. 239c ; Pol. 21, 5, 5 ; τινι, Plut. M. 149a, 779c, qui se plie ou se prête facilement à qqe ch. ; τὸ εὐάρμοστον, c. εὐαρμοστία, Plat. Theæt. 178d ||
Cp. -ότερος, Plat. Prot. 326b ; Pol. 21, 5, 5.
Sup. -ότατος, Plat. Rsp. 412a.
Étym. εὖ, ἁρμόττω.