ἐξανδραπόδισις

ἐξανδραποδισμός

ἐξανδρόομαι-οῦμαι
ἐξανδραποδισμός, οῦ () [ᾰπ] asservissement, Pol. 6, 49, 1.
Étym. ἐξανδραποδίζω.